σουτζούκι

Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
1. (τροφ. τεχνολ.) ονομασία μερικώς αποξηραμένου λουκάνικου, από πρόβειο κυρίως κρέας, το οποίο περιέχει πολλά καρυκεύματα, ενώ αντίθετα δεν πρέπει να περιέχει λίπος σε ποσοστό ανώτερο του 5%
2. είδος γλυκίσματος από ξηρή μουσταλευριά με καρύδια σε σχήμα λουκάνικου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sucuk «λουκάνικο»].