σπληνοβότανο

Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
βοτ.
1. κοινή ονομασία τών ειδών φτέρης που ανήκουν στο γένος σκολοπένδριο, κν. σπληνόχορτο
2. κοινή ονομασία του είδους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών Teucrium polium του γένους τεύκριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπλήνα + βότανο].