σποριόφυτο

Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
βοτ. (στα φυτά που εμφανίζουν εναλλαγή γενεών) ο φυτικός οργανισμός που αντιπροσωπεύει τη διπλοειδή φάση στον κύκλο ζωής του φυτού, δηλαδή η αγενής φάση στην εναλλαγή τών γενεών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sporophyte
(< σπόριον + φυτό)].