σταλαγμίτης

Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, Ν
γεωλ. επιμήκης μορφή που αποτελείται από διάφορα ορυκτά τα οποία αποτίθενται από διάλυση λόγω αργής σταγονορροής του νερού και αναπτύσσεται από το δάπεδο σπηλαίου προς τα πάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. stalagmite (< σταλαγμός + επίθημα -ίτης, πρβλ. αιματ-ίτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στονΑν. Κορδέλλα].