στεγανοποίηση

Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν στεγανοποιώ
1. το να καθίσταται στεγανό κάτι
2. μτφ. δημιουργία στεγανών, πλήρως απομονωμένων τμημάτων ή ομάδων σε υπηρεσίες ή οργανισμούς, ώστε να μη διαρρέει καμία πληροφορία προς τα έξω και να μη γνωρίζει τίποτε γι' αυτά η κοινή γνώμη αλλά ούτε και το υπόλοιπο προσωπικό τών αντίστοιχων υπηρεσιών.