στρατολογῶ, -έω, ΝΜΑσυγκεντρώνω και κατατάσσω στρατευσίμους στον στρατόνεοελλ.μτφ. (συν. με αρνητική σημ.) προσελκύω συνεργάτες ή οπαδούς σε μια πολιτική ή κοινωνική οργάνωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + -λογώ (πρβλ. σταχυο-λογώ)].