συμπαρατρέφω

Revision as of 12:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

   A bring up or keep at the same time, of wild animals kept for hunting, X.Oec.5.5.

German (Pape)

[Seite 985] (s. τρέφω), mit dabei ernähren, aufziehen, Xen. Oec. 5, 5.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρατρέφω: ἀνατρέφω ἢ διατηρῶ συγχρόνως, καὶ κυσὶν εὐπέτειαν τῆς τροφῆς παρέχουσα, καὶ θηρία συμπαρατρέφουσα Ξεν. Οἰκ. 5, 5, πρβλ. Schäf εἰς Γρηγ. Κορίνθ. σ. 1040.

French (Bailly abrégé)

nourrir ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, παρατρέφω.

Greek Monolingual

Α
ανατρέφω, εκτρέφω συγχρόνως («καὶ θηρία συμπαρατρέφουσα», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρατρέφω «ανατρέφω, συντηρώ»].