εκτρέφω
From LSJ
Greek Monolingual
(AM ἐκτρέφω)
1. τρέφω κάποιον από μικρή ηλικία ώσπου να μεγαλώσει, μεγαλώνω, ανατρέφω
2. τρέφω, διατρέφω, συντηρώ
νεοελλ.
αναπτύσσω από ηθική άποψη
αρχ.
1. αυξάνω, μεγαλώνω
2. μέσ. αναλαμβάνω να αναθρέψω
3. (για ζώα) κυοφορώ, γεννώ
(τὸ ἐκτρεφόμενον
το κυοφορούμενο έμβρυο)
4. βρίσκομαι στη ζωή, ζω.