συμπαρατρέφω
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
bring up or keep at the same time, of wild animals kept for hunting, X.Oec.5.5.
German (Pape)
[Seite 985] (s. τρέφω), mit dabei ernähren, aufziehen, Xen. Oec. 5, 5.
French (Bailly abrégé)
nourrir ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, παρατρέφω.
Russian (Dvoretsky)
συμπαρατρέφω: вместе или одновременно выкармливать (θηρία Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
συμπαρατρέφω: ἀνατρέφω ἢ διατηρῶ συγχρόνως, καὶ κυσὶν εὐπέτειαν τῆς τροφῆς παρέχουσα, καὶ θηρία συμπαρατρέφουσα Ξεν. Οἰκ. 5, 5, πρβλ. Schäf εἰς Γρηγ. Κορίνθ. σ. 1040.
Greek Monolingual
Α
ανατρέφω, εκτρέφω συγχρόνως («καὶ θηρία συμπαρατρέφουσα», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρατρέφω «ανατρέφω, συντηρώ»].
Greek Monotonic
συμπαρατρέφω: μέλ. -θρέψω, ανατρέφω ή διατηρώ, φροντίζω συγχρόνως, λέγεται για σκύλους κι άλλα ζώα, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. -θρέψω
to bring up or keep at the same time, of dogs and other animals, Xen.