συναναλάμπω

Revision as of 12:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

   A shine forth together, Ph.2.141: c. acc., shed lustre on at the same time, SIG798.3 (Cyzicus, i A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

συναναλάμπω: ἀναλάμπω ὁμοῦ, Φίλων 2. 141· τινι Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 136D.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. αναδίδω λάμψη μαζί με κάτι άλλο λαμπερό («τὴν τῆς ψυχῆς δύναμιν... τῇ τοῡ ὀργάνου τελειώσει συναναλάμπουσαν», Γρηγ. Νύσσ.)
2. φωτίζω, καταυγάζω κάτι με κάτι άλλο.