συνενθουσιάζω

Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

   A to be inspired and rave together, of the Bacchae, D.S.4.3.

German (Pape)

[Seite 1014] mit od. zugleich begeistert sein, begeistert sprechen u. handeln, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνενθουσιάζω: ἐνθουσιῶ ὁμοῦ, μετέχω τοῦ ἐνθουσιασμοῦ, ἐπὶ τῶν Βακχῶν, Διόδ. 4. 3· ― οὕτω, συνενθουσιάω, Πολύβ. 38. 4, 7, Στράβ. 147, κτλ.· τινι, μετά τινος, Πλουτ. Κοριολ. 17· ἢ πρός τι πρᾶγμα, Λογγῖν. 13. 2.

Greek Monolingual

Α
(για τις Βάκχες) γίνομαι ένθους μαζί με κάποιον άλλο, καταλαμβάνομαι από θεϊκή έκσταση με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐνθουσιάζω «βρίσκομαι σε έκσταση, καταλαμβάνομαι από θεϊκή μανία»].