συγκολλώ

Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Greek Monolingual

συγκολλῶ, -άω, ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκολλῶ Α κολλῶ
συνδέω με κόλλα ή με άλλη συνδετική ύλη, όπως λ.χ. τηγμένο μέταλλο, δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή δύο ή περισσότερα τμήματα ενός αντικειμένου μεταξύ τους
αρχ.
1. μτφ. συνθέτω («ἀντωμοσίας καὶ προσκλήσεις καὶ μαρτυρίας ξυνεκόλλων», Αριστοφ.)
2. παθ. συγκολλῶμαι, -άομαι
α) (για πληγή) επουλώνομαι
β) μτφ. συνδέομαι φιλικά με κάποιον.

Greek Monolingual

συγκολλῶ, -άω, ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκολλῶ Α κολλῶ
συνδέω με κόλλα ή με άλλη συνδετική ύλη, όπως λ.χ. τηγμένο μέταλλο, δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή δύο ή περισσότερα τμήματα ενός αντικειμένου μεταξύ τους
αρχ.
1. μτφ. συνθέτω («ἀντωμοσίας καὶ προσκλήσεις καὶ μαρτυρίας ξυνεκόλλων», Αριστοφ.)
2. παθ. συγκολλῶμαι, -άομαι
α) (για πληγή) επουλώνομαι
β) μτφ. συνδέομαι φιλικά με κάποιον.