σύγγνοια

Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

ἡ,= συγγνώμη, only in S.Ant.66.

German (Pape)

[Seite 962] ἡ, = συγγνώμη, Soph. ξύγγνοιαν ἴσχειν, Ant. 66.

Greek (Liddell-Scott)

σύγγνοια: ἡ, = συγγνώμη 2, μόνον ἐν Σοφ. Ἀντ. 66.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
permission.
Étymologie: συγγιγνώσκω.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ποιητ. τ.) συγγνώμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -γνοια (< -γνοῶ < συνεσταλμένη βαθμίδα -γνο- του γιγνώσκω), πρβλ. ά-γνοια, αμφί-γνοια].

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ποιητ. τ.) συγγνώμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -γνοια (< -γνοῶ < συνεσταλμένη βαθμίδα -γνο- του γιγνώσκω), πρβλ. ά-γνοια, αμφί-γνοια].