συμπαράσταση

Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Greek Monolingual

η, Ν
παροχή βοήθειας, υποστήριξη, εκδήλωση συμπάθειας, εμψύχωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπαρίσταμαι «συμπαραστέκομαι». Η λ., στον λόγιο τ. συμπαράστασις, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις).

Greek Monolingual

η, Ν
παροχή βοήθειας, υποστήριξη, εκδήλωση συμπάθειας, εμψύχωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπαρίσταμαι «συμπαραστέκομαι». Η λ., στον λόγιο τ. συμπαράστασις, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις).