συμπαράσταση
Greek Monolingual
η, Ν
παροχή βοήθειας, υποστήριξη, εκδήλωση συμπάθειας, εμψύχωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπαρίσταμαι «συμπαραστέκομαι». Η λ., στον λόγιο τ. συμπαράστασις, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις).
Greek Monolingual
η, Ν
παροχή βοήθειας, υποστήριξη, εκδήλωση συμπάθειας, εμψύχωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπαρίσταμαι «συμπαραστέκομαι». Η λ., στον λόγιο τ. συμπαράστασις, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις).