συμπαράσταση

From LSJ

Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht

Menander, Monostichoi, 179

Greek Monolingual

η, Ν
παροχή βοήθειας, υποστήριξη, εκδήλωση συμπάθειας, εμψύχωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπαρίσταμαι «συμπαραστέκομαι». Η λ., στον λόγιο τ. συμπαράστασις, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις).