συναναλύω

Revision as of 12:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

Elean συναλλύω, in Med.,

   A remit a debt, Schwyzer 418.7 (v B.C.).

Greek Monolingual

και ηλειακ. τ. συναλλύω Α
χαρίζω οφειλή, διαγράφω χρέος.

Greek Monolingual

και ηλειακ. τ. συναλλύω Α
χαρίζω οφειλή, διαγράφω χρέος.