χητεία

Revision as of 12:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

English (LSJ)

ἡ,

   A want, need, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1354] ἡ, Mangel, Bedürfniß, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

χητεία: ἡ, ἔνδεια, χρεία, ἀνάγκη, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
έλλειψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στο ρ. χατέω εμφανίζει, όμως, μακρό (δηλ. απαθές) το φωνήεν της ρίζας ghē- (βλ. λ. χατέω)].