χητεία
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
Full diacritics: χητεία | Medium diacritics: χητεία | Low diacritics: χητεία | Capitals: ΧΗΤΕΙΑ |
Transliteration A: chēteía | Transliteration B: chēteia | Transliteration C: chiteia | Beta Code: xhtei/a |
[Seite 1354] ἡ, Mangel, Bedürfniß, Hesych.
χητεία: ἡ, ἔνδεια, χρεία, ἀνάγκη, Ἡσύχ.
ἡ, Α
έλλειψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στο ρ. χατέω εμφανίζει, όμως, μακρό (δηλ. απαθές) το φωνήεν της ρίζας ghē- (βλ. λ. χατέω)].