συνορίτης

Revision as of 12:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, θηλ. συνορίτισσα, Ν
1. όμορος, γειτονικός
2. συνοριακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνορο + κατάλ. -ίτης (πρβλ. συντοπ-ίτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1750 στον Αλέξ. Καγκελλάρη].