συνορίτης
From LSJ
Greek Monolingual
ο, θηλ. συνορίτισσα, Ν
1. όμορος, γειτονικός
2. συνοριακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνορο + κατάλ. -ίτης (πρβλ. συντοπίτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1750 στον Αλέξ. Καγκελλάρη].
ο, θηλ. συνορίτισσα, Ν
1. όμορος, γειτονικός
2. συνοριακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνορο + κατάλ. -ίτης (πρβλ. συντοπίτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1750 στον Αλέξ. Καγκελλάρη].