χαλκεοτευχής

Revision as of 12:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

English (LSJ)

ές,

   A armed in brass, E.Supp.999 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1330] in Erz gerüstet, Kapaneus, Eur. Suppl. 1024.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκεοτευχής: -ές, ἔχων χαλκᾶ τεύχη, ὡπλισμένος δι’ ὅπλων χαλκῶν, Εὐρ. Ἱκ. 999, ἔνθα πλεῖστα Ἀντίγραφα χαλκοτευχὴς ἐναντίον τοῦ μέτρου.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
à l’armure d’airain.
Étymologie: χαλκός, τεῦχος.

Greek Monolingual

και εσφ. γρφ. χαλκοτευχής, -ές, Α
οπλισμένος με χάλκινα όπλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο- (βλ. λ. χαλκο-) + -τευχής (< τεῦχος «αντικείμενο, όπλο»), πρβλ. -τευχής, τοξο-τευχής].