τιτλοφορώ
Greek Monolingual
Ν
1. απονέμω σε κάποιον τίτλο, τιμητική διάκριση, προσαγορεύω με τίτλο ευγενείας
2. χαρακτηρίζω με τίτλο, δίνω ονομασία («τιτλοφόρησαν την οργάνωσή τους Φίλοι του περιβάλλοντος»)
3. βάζω τίτλο, επικεφαλίδα, επιγράφω κείμενο ή έντυπο («το κύριο άρθρο της εφημερίδας τιτλοφορείται Αγάπη για τη ζωή»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιτλοφόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στο Λεξικόν της Νεοελληνικής Διαλέκτου του Σκαρλ. Βυζαντίου].