υπέκκειμαι

Revision as of 12:44, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

Α
1. (για πρόσ.) βρίσκομαι σε τόπο ασφαλή, εκτός κινδύνου
2. (για πράγμ.) έχω μεταφερθεί και τοποθετηθεί κάπου για φύλαξη («καὶ ὅσα ὑπεξέκειτο αὐτόθι τῶν Κλαζομενίων», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἔκκειμαι «βρίσκομαι έξω»].