τροχαλός

Revision as of 12:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

English (LSJ)

ή, όν,

   A running, τροχαλὸν δὲ γέροντα τίθησιν makes him run quick, Hes.Op. 518 (but v. infr. 11); Μοιράων τροχαλώτερε AP7.681 (Pall.); τ. ὄχοι swift-rolling, E.IA146 (anap.). Adv. -λῶς Gloss.    II round, AP 5.34 (Rufin), Nic.Th.589, etc.; and in Hes. l.c., Eust. and others interpret it by κυρτός, bowed, bent; cf. τρόχμαλος.

Greek (Liddell-Scott)

τροχᾰλός: -ή, -όν, (τρέχω) τρέχων, τροχαλόν τινα τιθέναι, «ὀξὺν ἐν τῷ δρόμῳ» (Πρόκλ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 516 (ἀλλ’ ἴδε κατωτ. ΙΙ)· τροχαλώτερος Ἀνθ. Π. 7. 681· τρ. ὄχοι, οἱ ταχέως κυλινδούμενοι, Εὐρ. Ι. Α. 146· πρβλ. ἐντρόχαλος. - Ἐπίρρ. -λῶς, Κλήμ. Ἀλ. 203. ΙΙ. στρογγύλος, Ἀνθ. Π. 5. 35, Νικ. Θηρ. 589, κτλ.· καὶ παρ’ Ἡσ. ἔνθ’ ἀνωτ., ὁ Εὐστ. καὶ ἄλλοι ἑρμηνεύουσι διὰ τοῦ κυρτός, κεκαμμένος, ἐπικαμπής, πρβλ. τρόχμαλος.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui court ; p. ext. rapide ; p. anal. roulant.
Étymologie: τροχός.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ
κυρτός, κεκαμμένος
αρχ.
1. αυτός που τρέχει («ἲς ἀνέμου Βορέου
τροχαλὸν δὲ γέροντα τίθησι», Ησίοδ.)
2. αυτός που περιστρέφεται γρήγορα
3. στρογγυλός, κυκλικός.
επίρρ...
τροχαλώς / τροχαλῶς, ΝΜ
νεοελλ.
(μόνον στη φρ.) «πάρες τροχαλώς»
(ως ναυτικό παράγγελμα) χαλάρωνε το τεντωμένο σχοινί σιγά σιγά, κν. λάσκα αρία
μσν.
βιαστικά, γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός ή τρόχος + επίθημα -αλός (πρβλ. απ-αλός, ομ-αλός)].