συνοφρύωμα

Revision as of 12:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A meeting of the eyebrows, Sch.Il.17.136, EM364.8.

Greek (Liddell-Scott)

συνοφρύωμα: τό, ἡ τῶν ὀφρύων συνάντησιςἕνωσις, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ρ. 136, Ἐτυμολ. Μέγ.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ [[συνοφρυοῡμαι / -ώνομαι]]
σούφρωμα τών φρυδιών από λύπη ή δυσαρέσκεια.