συνοφρύωμα
English (LSJ)
ατος, τό,
A meeting of the eyebrows, Sch.Il.17.136, EM364.8.
Greek (Liddell-Scott)
συνοφρύωμα: τό, ἡ τῶν ὀφρύων συνάντησις ἢ ἕνωσις, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ρ. 136, Ἐτυμολ. Μέγ.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ [[συνοφρυοῡμαι / -ώνομαι]]
σούφρωμα τών φρυδιών από λύπη ή δυσαρέσκεια.