τετράπρακτος

Revision as of 12:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και τετράπραχτος, -η, -ο, Ν
(για θεατρικό έργο) αυτός που αποτελείται από τέσσερεις πράξεις («τετράπρακτη κωμωδία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + πράξη (πρβλ. μονό-πρακτος)].