και τετράπραχτος, -η, -ο, Ν(για θεατρικό έργο) αυτός που αποτελείται από τέσσερεις πράξεις («τετράπρακτη κωμωδία»).[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + πράξη (πρβλ. μονό-πρακτος)].