Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
τετράπρακτος
Greek Monolingual
και τετράπραχτος, -η, -ο, Ν (για θεατρικό έργο) αυτός που αποτελείται από τέσσερεις πράξεις («τετράπρακτη κωμωδία»). [ΕΤΥΜΟΛ.<τετρ(α)- +πράξη (πρβλ. μονόπρακτος)].