φάρσωμα

Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A ship's timbers, Demetr. in Cat.Cod.Astr.8(3).98.

Greek Monolingual

-ώματος, τὸ, ΜΑ
μσν.
πρόχειρος μεσότοιχος, τσατμάς
αρχ.
τοποθέτηση της τρόπιδας ναυπηγούμενου πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρσος + κατάλ. -ωμα (πρβλ. πλεύρ-ωμα: πλευρά)].