φάρσωμα

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φάρσωμα Medium diacritics: φάρσωμα Low diacritics: φάρσωμα Capitals: ΦΑΡΣΩΜΑ
Transliteration A: phársōma Transliteration B: pharsōma Transliteration C: farsoma Beta Code: fa/rswma

English (LSJ)

-ατος, τό, ship's timbers, Demetr. in Cat.Cod.Astr.8(3).98.

Greek Monolingual

-ώματος, τὸ, ΜΑ
μσν.
πρόχειρος μεσότοιχος, τσατμάς
αρχ.
τοποθέτηση της τρόπιδας ναυπηγούμενου πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρσος + κατάλ. -ωμα (πρβλ. πλεύρ-ωμα: πλευρά)].