ή φαγκρί, το, Νζωολ. κοινή ονομασία τεσσάρων ειδών εδώδιμων περκόμορφων ψαριών του γένους pagrus, συγγενικών με τον σαργό, το λυθρίνι, τη συναγρίδα, την τσιπούρα κ.ά. της οικογένειας σπαρίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φάγρος, μέσω ενός υποκορ. φαγρίον].