φαγγρί

Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ή φαγκρί, το, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία τεσσάρων ειδών εδώδιμων περκόμορφων ψαριών του γένους pagrus, συγγενικών με τον σαργό, το λυθρίνι, τη συναγρίδα, την τσιπούρα κ.ά. της οικογένειας σπαρίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φάγρος, μέσω ενός υποκορ. φαγρίον].