συναγρίδα
From LSJ
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
Greek Monolingual
η / συναγρίς, -ίδος, ΝΜΑ, και συαγρίς, -ίδος, Α
ζωολ. κοινή σήμερα ονομασία του περκόμορφου ψαριού Dentex dentex της οικογένειας σπαρίδες, συγγενικού με τον σαργό, τον σπάρο, το σκαθάρι κ.ά., από τα είδη του οποίου απαντούν στις ελληνικές θάλασσες ο τσαούσης ή κορωνάτο φαγκρί και ο κεφαλάς ή μαροκινή συναγρίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -αγρίς, -ίδος (< ἄγρα «κυνήγι»), πρβλ. κρε-αγρίς, παναγρίς. Ο τ. συαγρίς έχει σχηματιστεί κατ' επίδραση του σύαγρος (Ι) «αγριόχοιρος»].