φούρναρης
Greek Monolingual
ο, θηλ. φουρνάρισσα και φουρναρίνα, Ν
1. επαγγελματίας που έχει φούρνο για να παρασκευάζει, να ψήνει και να πουλάει ψωμί ή να ψήνει παρασκευασμένα φαγητά πελατών, αρτοποιός
2. εργάτης σε φούρνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. furnarius < furnus (βλ. λ. φούρνος) + κατάλ. -arius. Για τον αναβιβασμό του τόνου πρβλ. γουνάρης: γούναρης].