φούρναρης

Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, θηλ. φουρνάρισσα και φουρναρίνα, Ν
1. επαγγελματίας που έχει φούρνο για να παρασκευάζει, να ψήνει και να πουλάει ψωμί ή να ψήνει παρασκευασμένα φαγητά πελατών, αρτοποιός
2. εργάτης σε φούρνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. furnarius < furnus (βλ. λ. φούρνος) + κατάλ. -arius. Για τον αναβιβασμό του τόνου πρβλ. γουνάρης: γούναρης].