χειραγώγηση

Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η / χειραγώγησις, -ήσεως, Ν Μ χειραγωγῶ
το να κρατάει κανείς κάποιον από το χέρι και να τον οδηγεί (α. «θέλει να είναι ανεξάρτητος, δεν χρειάζεται χειραγώγηση» β. «παρ' οἰκείων ὀφθαλμῶν χειραγώγησιν ἐφαντάζετο», Νικ. Χων.)
νεοελλ.
μτφ. μεθοδευμένη καθοδήγηση, ποδηγέτηση
μσν.
αρωγή, βοήθεια.