χειραγώγηση
Greek Monolingual
η / χειραγώγησις, -ήσεως, Ν Μ χειραγωγῶ
το να κρατάει κανείς κάποιον από το χέρι και να τον οδηγεί (α. «θέλει να είναι ανεξάρτητος, δεν χρειάζεται χειραγώγηση» β. «παρ' οἰκείων ὀφθαλμῶν χειραγώγησιν ἐφαντάζετο», Νικ. Χων.)
νεοελλ.
μτφ. μεθοδευμένη καθοδήγηση, ποδηγέτηση
μσν.
αρωγή, βοήθεια.