τυμπάνιο

Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το / τυμπάνιον, ΝΑ τύμπανον
νεοελλ.
μουσ. άλλη ονομασία του τυμπάνου ορχήστρας
(για κάλυμμα κεφαλής ή για κεφαλόδεσμο) υποκορ. του τύμπανον.