το / τυμπάνιον, ΝΑ τύμπανοννεοελλ.μουσ. άλλη ονομασία του τυμπάνου ορχήστρας(για κάλυμμα κεφαλής ή για κεφαλόδεσμο) υποκορ. του τύμπανον.