υποχρεωτικός

Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που επιβάλλεται από υποχρέωση, από ανάγκη
2. περιποιητικός, εξυπηρετικός («ήταν πολύ υποχρεωτικός στην φιλοξενία του»).
επίρρ...
υποχρεωτικώς και υποχρεωτικά Ν
αναγκαστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπόχρεως. Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Ν. Παπαδόπουλο, ενώ το επίρρ. υποχρεωτικώς από το 1806 στον Δ. Γουζέλη].