τυμπανοκρουσία

Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
1. η κρούση του τύμπανου, τυμπανισμός
2. μτφ. θορυβώδης και επιδεικτική διαφήμιση («η πρεμιέρα του θεατρικού έργου έγινε με τυμπανοκρουσίες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυμπανοκρούστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Α. Ρ. Ραγκαβή].