η, Ν
η πρώτη παράσταση θεατρικού ή κινηματογραφικού έργου ή η πρώτη εκτέλεση μουσικής σύνθεσης, αλλ. πρώτη (α. «η πρεμιέρα της κωμωδίας αυτής δόθηκε πέρυσι» β. «η προχθεσινή πρεμιέρα της όπερας σημείωσε μεγάλη επιτυχία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. premiere < λατ. primarius «πρωτεύων»].