τσιμπολογώ

Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και τσιμπολογάω Ν
1. τσιμπώ επανειλημμένα
2. μτφ. α) τρώγω πολλές φορές και από λίγο
β) αποσπώ κατά διαστήματα μικροποσά από κάποιον, συνήθως με επιτήδειο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσιμπώ + -λογώ (πρβλ. τραβο-λογώ)].