τσιμπολογώ

From LSJ

ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.

Source

Greek Monolingual

και τσιμπολογάω Ν
1. τσιμπώ επανειλημμένα
2. μτφ. α) τρώγω πολλές φορές και από λίγο
β) αποσπώ κατά διαστήματα μικροποσά από κάποιον, συνήθως με επιτήδειο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσιμπώ + -λογώ (πρβλ. τραβολογώ)].