-έω, ΜΑκυριαρχώ σε έναν τόπο, έχω έναν τόπο στην εξουσία μου.[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + -κρατῶ (< -κράτης < κράτος), πρβλ. θαλασσο-κρατώ].