τὸ κηρύκειον ἢ τὴν μάχαιραν → peace or the sword
(Μ κυριαρχῶ -έω)είμαι κυρίαρχος, ασκώ κυριαρχικά δικαιώματα, άρχω, εξουσιάζωνεοελλ.υπερισχύω, επικρατώ, δεσπόζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριος + -αρχώ (< -άρχος < ἄρχω), πρβλ. ιεραρχώ, πειθαρχώ].