τοποκρατώ

From LSJ

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445

Greek Monolingual

-έω, ΜΑ
κυριαρχώ σε έναν τόπο, έχω έναν τόπο στην εξουσία μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + -κρατῶ (< -κράτης < κράτος), πρβλ. θαλασσοκρατώ].