τοποκρατώ

From LSJ

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source

Greek Monolingual

-έω, ΜΑ
κυριαρχώ σε έναν τόπο, έχω έναν τόπο στην εξουσία μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + -κρατῶ (< -κράτης < κράτος), πρβλ. θαλασσοκρατώ].