υποάμουσος

Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ον, Α
κάπως άμουσος, αποξενωμένος από τις Μούσες, από την μουσική ή από την αισθητική καλλιέργεια («αὐθαδέστερόν τε δεῑ αὐτὸν... εἶναι καὶ ὑποαμουσώτερον», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἄμουσος.