αισθητική

From LSJ

ἀγάπης δὲ οὐδὲν μεῖζον οὔτε ἴσον ἐστίnothing is greater or equal to love

Source

Greek Monolingual

η
1. η επιστήμη που επισημαίνει και εξετάζει το καλό, το ωραίο στη φύση ή στην τέχνη
2. η αντίληψη κάθε ανθρώπου για το ωραίο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ελληνογενές < αισθητική, θηλ. του επιθ. αισθητικός, πρβλ. γερμ. Aesthetik
ο όρος αισθητική ως φιλοσοφικός όρος, κατά τον Κουμανούδη, πλάστηκε από τον Γερμανό Μπαουμγκάρτεν (Baumgarten) περί τα μέσα του 19ου αιώνα].