σφραγιδοφύλακας
Greek Monolingual
ο / σφραγιδοφύλαξ, -ακος, ΝΑ
νεοελλ.-μσν.
(κυρίως ως αξίωμα ανώτερου κρατικού λειτουργού)
ο φύλακας της σφραγίδας και, κυρίως, ο φύλακας της μεγάλης σφραγίδας του κράτους, θεσμός που αναπτύχθηκε από τον 11ο αιώνα, ιδίως στην Αγγλία, στη Γαλλία και στη Γερμανία
αρχ.
κοιλότητα σε δαχτυλίδι για τη στερέωση σφραγιδολίθου, πυελίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφραγίς, -ίδος + φύλαξ, -ακος].