φασολιά

Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και φασουλιά, η, Ν φασόλι / φασούλι
(βοτ.) κοινή ονομασία του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών φασίολος, το οποίο ανήκει στην οικογένεια φαβίδες ή ψυχανθή της τάξης φαβώδη, και το οποίο περιλαμβάνει σημαντικότατα από οικονομική άποψη είδη, καλλιεργούμενα σε όλο τον κόσμο για τους εδώδιμους καρπούς και τα σπέρματά τους, τα γνωστά φασόλια.