τζίτζικας
Greek Monolingual
και τσίτσικας, ο, και τζιτζίκι, το, Ν·1. ζωολ. γενική κοινή ονομασία μεγαλόσωμων ομόπτερων εντόμων της οικογένειας cicadiidae που ανήκει στην τάξη ημίπτερα, με 1.500 περίπου είδη που αφθονούν στις θερμές περιοχές της Γης και χαρακτηρίζονται από τον ηχηρό τριγμό που παράγουν τα αρσενικά μέσω ενός ειδικού οργάνου, κοντά στη βάση της κοιλιάς
2. είδος κλαδευτηρίου
3. παροιμ. «τζίτζικας ελάλησε, μαύρη ρώγα σκάρισε» — δηλώνει την ωρίμανση τών σταφυλιών, που συμπίπτει χρονικά με το τερέτισμα τών τζιτζικιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τέττιξ, πιθ. κατ' επίδραση του ήχου τζι τζι].