τερμίτης
Greek Monolingual
ο, Ν
συν. στον πληθ. οι τερμίτες
ζωολ. κοινή ονομασία της τάξης ισοπτερα, πρωτόγονων κοινωνικών εντόμων με 1.900 κυτταρινοφάγα, κυρίως ξυλοφάγα, είδη, που αφθονούν στις θερμές περιοχές της Γης και τα οποία, μολονότι δεν έχουν καμιά συγγένεια με τα μυρμήγκια, παραλληλίζονται ή προσομοιάζονται με αυτά λόγω τών πολλών κοινών χαρακτηριστικών που παρουσιάζει η κοινωνική τους οργάνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. termite < λατ. termes, -itis «τερηδών»].