τύμβιος

Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

English (LSJ)

ον,

   A in the tomb, CIG1956 (Macedonia); also α, ον, θέσις BCH48.518 (Palestine).

German (Pape)

[Seite 1161] = τυμβεῖος (?).

Greek (Liddell-Scott)

τύμβιος: (οὐχὶ τύμβειος), α, ον, ὁ εἰς τάφον ἀνήκων, ἐπιτάφιος, νεκρικός, τυμβίαν θ’ ὑπὲρ κρηπῖδ’ ἀνεστήλωσαν Ἀργώου δορὸς κλασθὲν πέτευρον Λυκόφρ. 882. ΙΙ. ὁ ἐν τῷ τάφῳ, Κλεοπάτραν τύμβιον Συλλ. Ἐπιγρ. 1956 (ἐνταῦθα τὸ θηλ. τύμβιος).

Greek Monolingual

-ία, -ον, ΜΑ, και τ. θηλ. τυμβιάς, -άδος Μ, και τ. θηλ. τύμβιος Α τύμβος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τύμβο, επιτύμβιος, επιτάφιος
αρχ.
(για πρόσ.) θαμμένος («Κλεοπάτραν τύμβιον», επιγρ.).