πέτευρον

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέτευρον Medium diacritics: πέτευρον Low diacritics: πέτευρον Capitals: ΠΕΤΕΥΡΟΝ
Transliteration A: péteuron Transliteration B: peteuron Transliteration C: petevron Beta Code: pe/teuron

English (LSJ)

τό,
A roosting perch for fowls, Ar.Fr.839, Theoc.13.13, Nic.Th.197 (pl.), Hsch.
2 generally, pole, spar, plank, Lyc. 884.
II springboard, used by tumblers and acrobats, Man.6.444, Epic.in Arch.Pap.7p.5; Lat. petaurus, Juv.14.265, etc., but abl. peteuro (v.l. petauro), Lucil.Fr.1298 Marx.
2 platform, stage, Plb.8.4.8.
III springe, trap, ἐπὶ πέτευρον ᾅδου συναντᾷ LXX Pr.9.18.
IV public notice board, IG7.235.42 (Oropus, iv B.C.); π. τῷ λόγῳ (for publication of accounts) ib.11(2).145.44 (Delos, iv B. C.).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
perche sur laquelle les poules se posent la nuit ou latte sur laquelle les poules se posent la nuit, perchoir, juchoir.
Étymologie: πετάννυμι.

German (Pape)

[Seite 605] τό, = πέταυρον (Stange, Latte, Gerüste der Seiltänzer); Ar. in Phot. lex.; Theocr. 13, 13; Nic. Th. 197.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πέτευρον -ου, τό stok (voor kippen).

Greek Monolingual

το / πέταυρον, ΝΜΑ, και πέτευρον ΜΑ
λεπτή και ελαστική σανίδα πάνω στην οποία κάνουν τις ασκήσεις τους οι ακροβάτες, οι πεταυριστές
νεοελλ.
λεπτό σανίδι που χρησιμοποιείται για επένδυση
μσν.-αρχ.
σανίδα πάνω στην οποία κοιμούνται οι κότες
2. καταπακτή, παγίδα
αρχ.
1. κάθε επίμηκες ξύλο
2. ικρίωμα, εξέδρα
3. κατάστιχο για καταγραφή λογαριασμών δημόσιας διαχείρησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Πιο πιθανή γραφή της λ. θεωρείται η πέτευρον, ενώ ο τ. πέτ-αυ-ρον απαντά μεταγενέστερα σε παρ. της λ. καθώς και στις λ. petaura, petaurista τις οποίες δανείστηκε η Λατινική από την Ελληνική. Ο τ. πέτευρον / πέταυρον είναι σύνθ. < πετά (άλλος τ. της πρόθεσης πεδά) και τη λ. αὔρα. Κατ' άλλη άποψη, η λ. προέρχεται από αμάρτυρο τ. πετᾱ(F)ορον, παρλλ. τ. του πεδᾱ(F)ορον, αιολ. και δωρ. τ. του μετέωρον, οπότε η δίφθογγος -ευ- του πέτευρον είτε αποτελεί υπερδιορθωμένη μορφή του -αυ- είτε προέρχεται από την παρλλ. παρουσία τών τ. -ήFορον, -ᾱFορον. Ωστόσο, προβλήματα γεννά η παρουσία σε μια αττική λ. του σπάνιου και διαλεκτικού τ. πετά (βλ. πεδά). Τέλος, η άποψη ότι η λ. πέτευρον (< petě-wro) συνδέεται με το ρ. πέτομαι «πετώ» και έχει σχηματιστεί με τρόπο ανάλογο με αυτόν του ἄλευρον παραμένει ανεπιβεβαίωτη τόσο από σημασιολογική όσο και από μορφολογική άποψη].

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: hen-roost, acrobat's bar, -framework, high platform, public notice-board (Ar. Fr. 839, inscr. IVa, hell.).
Other forms: -αυρον, πέντευρον s. bel.
Derivatives: πετεύρ-ιον n. small notice-board (Erythrae IVa), -ίζομαι to use a π. = to act as an acrobat (Phld.), with -ισμός, -ιστής, -ιστήρ (Plu., Man.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Technical expression without certain etymology. After Kretschmer KZ 31, 449 from πετα- (= πεδα-, s.v.) and αὔρα air; similar Baunack Phil. 70, 469 and Schwyzer 198 (Schw.-Debr. 498 n. 2; cf. also Prellwitz): from *πετα(Ϝ)ορον as byform of πεδα(Ϝ)ορον = μετέωρον. On the contrary Persson Beitr. 2, 825 n. 7 with Lobeck tries to find connection with πέτομαι (prop. *"instrument to fly"[?]); formation then like ἄλευρον (Benveniste Origines 112). The hesitation ευ: αυ is also diff. interpreted; ευ hypercorrect for αυ (Schwyzer l.c.); from -αϜορον resp. -ηϜορον (Baunack l.c.). -- Lat. LW [loanword] petaurum, -aurista with -auristānus, -aurārius (W.-Hofmann s.v.; there also lit.). -- Pre-Greek Furnée 353; there is also πέντευρον H. (Furnée 291).

Frisk Etymology German

πέτευρον: {péteuron}
Forms: (πέταυρον, s. u.)
Grammar: n.
Meaning: ‘Hühnerstange, Akrobatenstange, -gerüst, hohes Gerüst, Anschlagbrett’ (Ar. Fr. 839, Inschr. IVa, hell. u. sp.).
Derivative: Davon πετεύριον n. kleines Anschlagbrett (Erythrae IVa), -ίζομαι ‘ein π. benutzen’ = als Akrobat auftreten (Phld.), mit -ισμός, -ιστής, -ιστήρ (Plu., Man. u.a.).
Etymology: Technischer Ausdruck ohne sichere Etymologie. Nach Kretschmer KZ 31, 449 von πετα- (= πεδα-, s.d.) und αὔρα Luft; ähnlich Baunack Phil. 70, 469 und Schwyzer 198 (Schw.-Debr. 498 A. 2; vgl. auch Prellwitz): aus *πετα(ϝ)ορον als Nebenform von πεδα(ϝ)ορον = μετέωρον. Dagegen sucht Persson Beitr. 2, 825 A. 7 mit Lobeck Anschluß an πέτομαι (eig. *"Flugvorrichtung"[?]); Bildung dann wie ἄλευρον (Benveniste Origines 112). Das Schwanken ευ: αυ wird ebenfalls verschieden beurteilt; ευ hyperkorrekt für αυ (Schwyzer a.O.); aus -αϝορον bzw. -ηϝορον (Baunack a. O.). — Lat. LW petaurum, -aurista mit -auristānus, -aurārius (W.-Hofmann s.v.; daselbst auch Lit.).
Page 2,521